Σύγκρουση πολιτισμών και το μακελειό στο Παρίσι

Τα πρόσφατα γεγονότα στο Παρίσι  μου θύμισαν το βιβλίο του Samuel Huntington: «Η σύγκρουση των πολιτισμών και ο ανασχηματισμός της παγκόσμιας τάξης». Ξεκίνησε σαν άρθρο στο περιοδικό Foreign Affairs το 1993 και μετά επεκτάθηκε σε βιβλίο. Εκεί ο Χάντιγκτον, απαντώντας στο διάσημο βιβλίο του Φράνσις Φουκουγιάμα «Το Τέλος της Ιστορίας», ισχυριζόταν πως οι λόγοι σύγκρουσης και ρήξης δεν έχουν εκλείψει με την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού (αυτή ήταν η θέση του Φουκουγιάμα που ονειρευόταν μία αιώνια ειρήνη). Αντίθετα, έλεγε ο Χαντινγκτον, οι αντιθέσεις τώρα έχουν εστιαστεί στις πολιτισμικές διαφορές.

Κατά τον Χάντιγκτον υπάρχουν στην Γή εννέα πολιτισμοί με βασικές αντιθέσεις μεταξύ τους: Δυτικός, Ορθόδοξος, Ισλαμικός, Αφρικανικός, Λατινο-αμερικανικός, Σινικός, Ινδουιστικός, Βουδιστικός και Ιαπωνικός. Η συνύπαρξή τους είναι δύσκολη, αν όχι ασυμβίβαστη.

Σύμφωνα με τον Χάντινγκτον, οι σημερινές συγκρούσεις είναι «συγκρούσεις πολιτισμών» και αποτελούν τον προάγγελο αγριότερων πολέμων, οι οποίοι θα ξεσπάσουν σε ζώνες και περιοχές όπου υπάρχουν κράτη με πολλούς πολιτισμούς και θρησκείες. Η Ευρώπη, μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και της Σοβιετικής Ενωσης, αποτελεί μια χαρακτηριστική περίπτωση αυτού του μοντέλου συγκρούσεων.

Στο άρθρο αυτό, το οποίο προκάλεσε πολλές αντιδράσεις (θετικές και αρνητικές), ο Σ. Χάντινγκτον υποστήριζε ότι το μεσο-ευρωπαϊκό αυτό μέτωπο, που εκτείνεται από τη Βαλτική ως την Αδριατική, είναι το ίδιο που χώριζε κατά τον 16ο αιώνα τη ρωμανογερμανική Δύση από τη Ρωσία, την εκπρόσωπο του βυζαντινο-ορθόδοξου χριστιανισμού, και το Ισλάμ.

Εκείνη την εποχή που δημοσιεύθηκε το άρθρο του Σ. Χάντινγκτον (το 1993) είχε αρχίσει να υποχωρεί αισθητά η αισιοδοξία της μεταψυχροπολεμικής περιόδου και ο αμερικανός συγγραφέας άδραξε την ευκαιρία να μας «προειδοποιήσει» ότι το χαμόγελο της ιστορίας ίσως να ήταν παραπλανητικό και να μας υπογραμμίσει τους φόβους του για μια ενδεχόμενη πολιτισμική ρήξη με απρόβλεπτες συνέπειες.

Το άρθρο και ο προβληματισμός του Σ. Χάντινγκτον προκάλεσαν αίσθηση και ο διάλογος που αναπτύχθηκε ξεπέρασε τα ακαδημαϊκά σύνορα. Ετσι, ο αμερικανός συγγραφέας τρία χρόνια αργότερα επέκτεινε το θέμα που είχε θέσει το 1993, σε ένα βιβλίο με τον τίτλο «Η σύγκρουση των πολιτισμών και ο ανασχηματισμός της παγκόσμιας τάξης».

Οπως σημειώνει ο ίδιος, το ενδιαφέρον, οι συζητήσεις, αλλά και οι παρερμηνείες που προκάλεσε το άρθρο, τον ώθησαν να εμβαθύνει στο θέμα σε αυτό το βιβλίο. Στις 384 σελίδες επιχειρεί να αναπτύξει, να συμπληρώσει και να προσδιορίσει ακριβέστερα θέματα όπως είναι η έννοια των πολιτισμών, το ζήτημα ενός παγκόσμιου πολιτισμού, η σχέση εξουσίας και κουλτούρας, η μεταβαλλόμενη ισορροπία δυνάμεων μεταξύ των πολιτισμών, η πολιτιστική ιθαγένεια των μη δυτικών κοινωνιών, η πολιτική δομή των πολιτισμών, οι συγκρούσεις που προκαλούνται από την παγκοσμιοποίηση της Δύσης, οι προσπάθειες εξισορρόπησης της ανόδου της Κίνας και, τέλος, οι αιτίες και η δυναμική των πολέμων.

Το έργο του Σ. Χάντινγκτον αποτελεί μια φιλόδοξη προσπάθεια ερμηνείας της παγκόσμιας πολιτικής μετά τον Ψυχρό Πόλεμο. Ο συγγραφέας επιχειρεί να απαντήσει το θεμελιώδες ερώτημα: πώς θα είναι ο κόσμος τον 21ο αιώνα; Για να γίνει πιο πειστικός, ο Σ. Χάντινγκτον απαριθμεί οκτώ πολιτισμούς, τον λατινοαμερικανικό, τον μουσουλμανικό, τον κινεζικό, τον ινδουιστικό, τον σλαβο-ορθόδοξο, τον βουδιστικό και τον αφρικανικό, τους οποίους αντιμετωπίζει ως ζωντανά σώματα, που γεννιούνται, ενισχύονται, επεκτείνουν την ηγεμονία τους, φθάνουν στο απόγειο της δύναμής τους, εξασθενούν και εκλείπουν.

Η παρακμή ενός πολιτισμού, σύμφωνα με τον συγγραφέα της «Σύγκρουσης των πολιτισμών», αρχίζει συνήθως όταν αυτός θεωρεί ότι κατατρόπωσε τους εχθρούς του και συνένωσε τον κόσμο. Τις απόψεις αυτές ο Χάντινγκτον άρχισε να τις διαμορφώνει από την περίοδο του πολέμου στο Βιετνάμ. Μάλιστα το 1967 είχε μεταβεί στο Νότιο Βιετνάμ, ύστερα από αίτημα του υπουργείου Εξωτερικών. Εκεί οδηγήθηκε στο συμπέρασμα ότι οι προσπάθειες των Αμερικανών εκείνης της εποχής να δημιουργήσουν σε αυτή τη χώρα μια κοινωνία και ένα πολιτικό σύστημα σύμφωνα με το δυτικό μοντέλο ήταν μάταιες.

Στο βιβλίο του δίνει το παράδειγμα νεαρών που φορούν τζιν, πίνουν Coca-Cola και ακούν ροκ σε μια χώρα της Απω Ανατολής, αλλά, παρ' όλα αυτά, μπορούν πολύ καλά να κατασκευάζουν μια βόμβα για να τινάξουν στον αέρα ένα αεροπλάνο κάποιας αμερικανικής εταιρείας.

Εκείνο που καθορίζει τη δυτική κοινωνία δεν είναι τα Levi's και η Coca-Cola, αλλά η Magna Carta του 13ου αιώνα, σημείωνε ο Σάμιουελ Χάντινγκτον σε συνέντευξη που παραχώρησε στον Dominique Dhomtres στην εφημερίδα «Le Monde» της 18ης Νοεμβρίου 1997 και στην οποία εξηγούσε γιατί χαρακτηρίζει ως δυτική αυταπάτη την ιδέα μιας προοδευτικής ενοποίησης της ανθρωπότητας γύρω από τις αρχές της φιλελεύθερης δημοκρατίας.

«Η πιο σημαντική διαχωριστική γραμμή στην Ευρώπη, όπως πρότεινε ο Ουίλιαμ Ουώλας, πρέπει να είναι το όριο της Δυτικής Χριστιανοσύνης στο έτος 1500. Η γραμμή ακολουθεί τα σημερινά σύνορα ανάμεσα Φινλανδία και Ρωσία, και μεταξύ των Βαλτικών χωρών και της Ρωσίας, κόβει στην μέση την Λευκορωσία και την Ουκρανία, διαχωρίζοντας την δυτική καθολική Ουκρανία από την ανατολική ορθόδοξη, στρίβει δυτικά χωρίζοντας την Τρανσυλβανία από την υπόλοιπη Ρουμανία και μετά κινείται μέσα στην Γιουγκοσλαβία επάνω στα σύνορα που χωρίζουν την Κροατία και την Σλοβενία από την υπόλοιπη Γιουγκοσλαβία. Στα Βαλκάνια, αυτή η γραμμή φυσικά συμπίπτει με τα ιστορικά σύνορα μεταξύ της αυτοκρατορίας των Αψβούργων και της Οθωμανικής. Οι λαοί βόρεια και δυτικά από αυτή τη γραμμή είναι προτεστάντες ή καθολικοί. Έχουν συμμετάσχει στις κοινές εμπειρίες της Ευρωπαϊκής ιστορίας – φεουδαρχία, Αναγέννηση, Μεταρρύθμιση, Διαφωτισμός, βιομηχανική επανάσταση. Οικονομικά στέκονται καλύτερα από τους λαούς στα ανατολικά και τώρα προσβλέπουν σε μία κοινή ευρωπαϊκή οικονομία και στην παγίωση δημοκρατικών πολιτικών συστημάτων. Οι λαοί ανατολικά και νότια από αυτή τη διαχωριστική γραμμή είναι Ορθόδοξοι ή Μουσουλμάνοι. Ιστορικά ανήκαν στην Οθωμανική η Τσαρική αυτοκρατορία και μόνο επιπόλαια τους άγγιξαν τα διαμορφωτικά κινήματα στην υπόλοιπη Ευρώπη. Είναι γενικά λιγότερο αναπτυγμένοι οικονομικά. Και πιο δύσκολα μπορούν να αναπτύξουν προχωρημένα δημοκρατικά πολιτικά συστήματα». (FOREIGN AFFAIRS Vol. 72 No. 3 (1993), p.30).