Δέκα ημέρες μετά τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, ενώ η Αθήνα είχε ήδη υποστεί μία ανυπολόγιστη (και, όπως φάνηκε εντέλει, μακροπρόθεσμη) καταστροφή, και ενώ οι ταραχές και τα επεισόδια εξαπλώνονταν σε άλλες πόλεις της Ελλάδας και του εξωτερικού, είχα κάνει την εκτίμηση ότι, παρά τις δομικές παθογένειες του ελληνικού κράτους και τη διαφαινόμενη κρίση σε τομείς όπως η οικονομία ή η παιδεία, η απάντηση στο «τι ακριβώς συνέβη» ήταν σχετικά άπλη: η Ελλάδα ήταν ακυβέρνητη. Οι αρμόδιοι υπουργοί, οι Αρχές του κράτους, είχαν αποφασίσει να αφήσουν το κέντρο της Αθήνας στο έλεος όσων για οποιονδήποτε λόγο ήθελαν να καταστρέψουν, να κλέψουν, να κάψουν.
Σε αντίθεση με σύνθετες κοινωνιολογικές αναλύσεις που αιτιολογούσαν (και συχνά δικαιολογούσαν) τις ταραχές ως αποτέλεσμα ανεργίας, συστημικής διαφθοράς, εγκατάλειψης της νέας γενιάς, κρίσης αξιών κλπ. —και χωρίς σε καμία περίπτωση να αντικρούω την ύπαρξη τέτοιων προβλημάτων—, θεωρούσα και θεωρώ ότι ο Δεκέμβριος του 2008 σηματοδότησε την πλήρη κατάρρευση του κρατικού μηχανισμού, ο οποίος είχε ήδη αφεθεί σε καθεστώς «αυτόματου πιλότου».